-
1 сезонный
επ.εποχιακός, της εποχής• της περιόδου•-ые работы εποχιακές εργασίες•
билет εισιτήριο ολόκληρης περιόδου ή διαρκείας.
-
2 καταβολή
καταβολ-ή, ἡ,A throwing down: hence, sowing, Corp.Herm.9.6; esp. of begetting, κ. σπέρματος, σπερμάτων, Philol.13, Luc.Am.19, cf. Ep.Hebr.11.11, Arr.Epict.1.13.3; ἡ Ῥωμύλου σπορὰ καὶ κ. Plu.2.320b.c Astrol., nativity, ἡ ἐξ ἀρχῆς κ. Vett.Val.220.29, al.2 paying down, esp. by instalments, καταβάλλειν τὰς κ. D.59.27; τὸ ἀργύριον ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει paid money as a deposit (by way of caution), Docum.ib.37.22, cf.IG12(7).515.26 (Amorgos, ii B. C.), UPZ 112v12 (pl., ii B. C.), etc.;ἔχειν τῆς γῆς.. καταβολήν
liability for rent,PEleph.
23.17 (iii B. C.): pl., instalments, PLips.12.17 (iii A. D.), etc.II laying of a foundation: hence, building, structure, LXX2 Ma.2.29;τῆς ἀρχιτεκτονίας Bito 49.2
;ἔργου J.AJ12.2.9
: but usu. metaph.,1 foundation, beginning,ἱερῶν ἀγώνων Pi.N.2.4
;τῆς περιόδου Arist.Mete. 352b15
;κ. ἐποιεῖτο καὶ θεμέλιον ὑπεβάλλετο τυραννίδος Plb.13.6.2
;κ. κόσμου Ev.Matt.13.35
,Ep.Eph.1.4;κ.κοσμική Cat.Cod.Astr.8(3).138
(Thessal.);ἡ πρώτη κ. τῆς φιλοσόφου θεωρίας Procl.
in Alc.Praef.p.8C.; ἐκ καταβολῆς from the foundations: hence, anew, σκάφη ἐκ κ. ἐναυπηγοῦντο, of fresh construction, Plb.1.36.8; ἐκ κ. πλάττων, of pure invention, Id.15.25.35: hence, of set purpose, deliberately, Id.1.47.7, 24.8.9.III periodical attack of illness, fit,τῆς ἀσθενείας Pl.Grg. 519a
, cf.κατηβολή; πυρετοῦ D.9.29
, Ph.1.399, 2.563, cf. Aristid.Or.50(26).59, Id.2.166J.; trance, Poll.1.16; cf. Lat. catabolicus.IV detraction, abuse, Phld.Rh.2.56S.: pl., Ph.2.571 codd.V perh. outer wrapper (cf.κατάβλημα 11.4
) of a bandage, Hp.Off.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβολή
-
3 нэпман
нэпманм ὁ κερδοσκόπος (τής περιόδου τῆς ΝΕΠ). -
4 περίμετρον
περί-μετρον, τό,A circumference, Hdt.1.185, 2.15,41, Arist.Mir. 840b34, Luc.VH2.40 ;τὸ π. τῆς περιόδου Hdt.2.149
;τὸ π. τῆς γῆς Ach.Tat.Intr.Arat. 29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίμετρον
-
5 πολυ-καμπής
πολυ-καμπής, ές, = Folgdm; ἰξύς, Phani. 4 (VI, 297); τὸ ποικίλον καὶ πολυκαμπὲς τῆς περιόδου, Plut. Symp. 1, 1, 5 a. E., u. öfter.
-
6 περιμετρον
-
7 πολυκαμπες
-
8 ампир
-а α.αυτοκρατορικό καλλιτεχνικό (κυρίως αρχιτεκτονικό) στυλ της περιόδου ταυ Ναπολέοντα• μετακλασσικισμός. -
9 τάξις
A arranging, arrangement:I in military sense:1 drawing up in rank and file, order or disposition of an army, Th.5.68 (init.), 7.5, etc.; τὰ ἀμφὶ τάξεις rules for it, tactics, X.An.2.1.7;τ. καὶ ἀντίταξις Phld.Piet.12
.2 battle array, order of battle,κατὰ τάξιν Hdt.8.86
;ἐν τάξει Th.4.72
, etc.; ἐς τάξιν καθίστασθαι, ἀνάγειν, ib.93, Ar.Av. 400 (anap.); ἵνα μὴ διασπασθείη ἡ τ. Th.5.70; of ships,ἀποπλῶσαι ἐκ τῆς τάξιος Hdt.6.14
.3 a single rank or line of soldiers, ἐπὶ τάξιας ὀλίγας γίγνεσθαι to be drawn up a few lines deep, ib. 111, cf. 9.31;ἐλύθησαν αἱ τ. τῶν Περσῶν Pl.La. 191c
.4 body of soldiers, A.Pers. 298, S.OC 1311; esp. at Athens, the quota of infantry furnished by each φυλή (cf.ταξίαρχος 11
), Lys.16.16; but freq. of smaller bodies, company, X.An. 1.2.16, 6.5.11, etc.; ἱππέων τ. ib.1.8.21; so of ships, squadron, A.Pers. 380: generally, band, company, φιλία γὰρ ἥδε τ., of the chorus, Id.Pr. 128 (lyr.);ἐμφανίσας μοι ἐν ᾗ ἔσομαι τάξει PCair.Zen. 409.6
(iii B.C.).b esp. a contingent of 128 men, Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact.10.2, Ael.Tact.9.3.c in late Gr., membership of the militia palatina (cf. ταξεώτης), Lib.Or.27.17.5 post or place in the line of battle, ἀξιεύμεθα ταύτης τῆς τ. Hdt.9.26, cf. 27;ἐν τῇ τ. εἶχε ἑωυτόν Id.1.82
; μένειν ἐν τῇ ἑωυτοῦ τ. Id.3.158;τ. φυλάξων E.Rh. 664
;ἡ τ. φυλακτέα X.Cyr.5.3.43
;ᾗ ἕκαστος τὴν τ. εἶχεν Id.An. 4.3.29
;τῆς πρώτης τ. τεταγμένος Lys.14.11
, cf. Th.5.68 (fin.); ἐκλιπόντας τὴν τ. Hdt.5.75, cf. 9.21; λείπειν τὴν τ. And.1.74, Pl.Ap. 29a, D.13.34, 15.32, Aeschin.3.159, etc.;παραχωρεῖν τῆς τάξεως D.3.36
, etc.; but ἡγεμὼν ἔξω τάξεων officer on the unattached list, Arch.Pap.3.188, cf. Sammelb. 599, OGI 69 ([place name] Coptos); so οἱ ἔξω τάξεως staff-officers, aides-de-camp, D.S.19.22.II generally, arrangement, order,ἡμερῶν τ. εἰς μηνῶν περιόδους Pl.Lg. 809d
; ἡ τῶν ὅλων τ. X.Cyr.8.7.22; disposition,τῆς ψυχῆς Gorg.Hel.14
: Rhet., disposition, opp. λέξις, Arist.Rh. 1414a29;ἡ τ. τοῦ λόγου Aeschin.3.205
, cf. D.18.2, Sor.1.18, Gal.Libr.Ord.1; ὕστερον τῇ τ. D.3.15, cf. Gal.6.68, 16.533; ἐν τ. εἶναι, = μένειν, Pl.Tht. 153e;τ. καὶ ἠρεμία Arist.EE 1218a23
;εἰ τὰ γυμνάσια ἔχοι τὴν τ. ἐνταῦθα Id.Pol. 1331a37
; difft. from θέσις or mere position, Id.Ph. 188a24, Thphr.Sens. 60 ( θέσεως τ. Gal.6.194; τ. θέσεως is dub. l. in 16.709); ἡ κατὰ τ. τινὰ βασιλεία, opp. ἀόριστος τυραννίς, Arist.Rh. 1366a2; καὶ τοῦτο κατὰ τ., ἕως.. and so on, until.., Sor.2.62.2 order, regularity,εἰς τ. ἄγειν ἐκ τῆς ἀταξίας Pl.Ti. 30a
;τ. καὶ κόσμος Id.Grg. 504a
; οὔτε νόμος οὔτε τ. Id.Lg. 875c, cf. R. 587a;τ. περιόδου Epicur.Ep.2p.42U.
;διὰ τάξεως γίγνεσθαι Pl.Lg. 780a
; τάξιν ἔχειν to be regular, Thphr. HP3.9.6; ἐν τάξει in an orderly manner, Pl.Lg. 637e; so (Nysa, i B.C., rendering of Lat. ordine).b prescription, τὴν τοῦ λυσιτελοῦντος τοῖς σώμασι ποιεῖσθαι τ. Id.Plt. 294e; recipe, cj. in PHolm.2.2.4 τ. τοῦ φόρου assessment of tribute, X.Ath.3.5, cf. IG12.63.2, al.; τῶν ὀφειλημάτων περὶ τῆς πράξεως ib.57.13, cf. Lex ap.D.24.45; τ. τῆς ὑδρείας a ration of water, Pl.Lg. 844b.III metaph. from 1.5, post, rank, position, station,ὑπὸ χθόνα τάξιν ἔχουσα A.Eu. 396
(lyr.); ἡ τῶν ἀκοντιζόντων τ. Antipho 3.2.7; ἰδία τοῦ βίου τ. Isoc. 6.2; ἀνὴρ τῆς πρώτης τ. CIG2767.4 ([place name] Aphrodisias); οἰκέτου τ. D.18.258, cf. PGnom.43, 196 (ii A.D.), Mitteis Chr. 372 v 18 (ii A.D.);τ. ἔχοντος ἐν τῷ Μουσείῳ Sammelb.6674.10
(ii A.D.); ἐν τῇ Θετταλῶν τάξει ranging herself with the T., D.18.63; ἐν ἐχθροῦ τ. as an enemy, Id.20.81, etc.; ἐν ἐπηρείας τάξει by way of insult, Id.18.13; ἀδύνατον εἶχεν τ. occupied an impossible position, i.e. was unthinkable, Hyp.(?) Oxy.1607.60; τὴν ὑπὲρ ὑμῶν ἑλόμενον τάξιν πολιτεύεσθαι championship of your cause, D.18.138, cf. Ep.3.15; ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τ... οὐκ ἔλιπον post of patriotism, Id.18.173.2 list, register, ὅπως ταγῇ αὐτοῦ τὸ ὄνομα ἐν τῇ τῶν τετελευτηκότων τ. Sammelb.7359.15, cf. 7404.6, PSI9.1064.38, 10.1141.10 (all ii A.D.);ἡ τ. τῶν κατοχίμων PTeb.318.21
(ii A.D.);τ. λαογράφων PLond.2.182b2
(ii A.D.).V reduction of hernia by manipulation, Gal.14.781.VIII fixed point of time, term,κατ' ἐνιαυτὸν ἢ κατά τινα ἄλλην τ. ἢ χρόνον Arist.Pol. 1261a34
; end (or perh. date fixed for the end),μέχρι τάξεως αὐτῆς τῆς τρύγης Sammelb.5810.15
(iv A.D.). -
10 περιοδος
эол. πέροδος ἥ1) обходное движение, охватывающий маневрἡ τῶν Περσέων π. Her. — движение персов в обход (спартанскому отряду)
2) окружный путьπ. τε καὴ ἀνάβασις Her. — окружный и поднимающийся вверх путь;
πλανητῶν περίοδοι Xen. — орбиты планет3) (внешняя) окружность, периферия(τοῦ τείχεος Her.)
τριήκοντα σταδίων τέν περίοδον Her. — тридцать стадиев в окружности4) очертания, контурγῆς π. Her., Arph. — очертания земли, т.е. географическая карта (ср. 5)
5) описаниеἡ τῆς γῆς π. Arst. — землеописание (ср. 4)
6) круговращение(ἄστρων Plat.)
π. λόγων Plat. — застольная беседа7) цикл, период(ἐτέων Pind.; π. χιλιετής Plat.)
ἐκ περιόδου Polyb. и ἐν περιόδῳ Plut. — периодически, чередуясь, попеременно8) регулярный образ жизни9) периодический обход, регулярное посещение(αἱ ἰατρικαὴ περίοδοι Luc.)
10) чередованиеὁ ἐκ περιόδου πυρετός Luc. — перемежающаяся лихорадка
11) перемена, блюдо(π. πρώτη Xen.)
12) рит. период Arst. -
11 περίοδος
περίοδος, ὁ,A one who goes the rounds, patrol, Aen.Tact.22.3, al., Rev.Arch.1911(2).424 (Mesembria, i B. C.).------------------------------------A going round, marching round, flank march, τῶν Περσέων ἡ π. Hdt.7.219, 229 ;π. καὶ κύκλωσις Th.4.35
.2 slow walk, Gal.17(2).99.II way round, Hdt.7.223 ;λίμνης Id.1.185
; circumference, circuit, compass, σήματος, τείχεος, ib.93, 163 : abs., τὴν π. in circumference, Id.7.109.III γῆς π. chart or map of the earth, Id.4.36, 5.49, Ar.Nu. 206, Arist.Mete. 362b12, Agathem.1.1 ; αἱ τῆς γῆς π. books of descriptive geography, Arist. Pol. 1262a19, Rh. 1360a34, Mete. 350a16.IV going round in a circle, coming round to the starting-point, circuit, ἡ τοῦ τρίποδος π. Plu. Sol.4.2 esp. of Time, cycle or period of time, πάσαις ἐτέων π. Pi. N.11.40; freq. in Pl., ἐν πολλαῖς χρόνου καὶ μακραῖς π. Phd. 107e ;π. χιλιετής Phdr. 249a
: abs., R. 546b, Epicur.Ep.1p.27U. (pl.), etc.; κατὰ φύσιν π. Arist.GA 777b18; of the Great Year of the Stoics, Chrysipp.Stoic.2.189(pl.); ἐκ περιόδου periodically, in rotation, Heraclid.Pol.58, Plb.2.43.1, etc.;ἐν περιόδῳ Plu.Eum.8
; esp. the period embracing the four great public games,κατὰ τὰν π. ἑκάσταν IG9(1).694.31
(Corc.); ἐνίκησε τὴν π. Ath.10.415a; νικώμενος τὴν π. Arr. Epict.3.25.5, cf. Poll.4.89; v. περιοδονίκης.3 of events, periodic recurrence, cycle, Isoc.15.174, Thphr.CP1.13.1.b cycle, roster of public officials,τῇ πρὸ ταύτης π. τῶν μελλόντων λειτουργεῖν POxy. 1119.6
(iii A. D.), cf. 1552.3 (iii A. D.).4 Medic., a regular prescribed course of life, ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ π. ζῆν to live in the regular course, Pl.R. 4073; αἱ ἰατρικαὶ π. the periodical visits of a regular physician, the doctor's rounds, Luc.Gall.23, cf. Nigr.22 : hence, medical practice, Heraclasap.Orib.48.18.2.c fit of intermittent fever, or the like , Hp. Aph.4.59 (pl.), D.9.19; ὁ ἐκ περιόδου πυρετός an intermittent fever, Luc.Philops.9.6 orbit of a heavenly body, Id.Mem. 4.7.5 ; ἀστέρος κυκλικὴ π. Vett.Val.94.20; also θεριναὶ π., = τροπαί, Hp.Aër.19; revolution of a heavenly body, Epicur.Ep.1p.28U.VI Rhet., period, Thrasymach. ap. Suid.s.v. Θρασύμαχος, etc.; defined as λέξις ἔχουσα ἀρχὴν καὶ τελευτὴν αὐτὴ καθ' αὑτὴν καὶ μέγεθος εὐσύνοπτον, Arist.Rh. 1409a35, etc.; also in Music and Metric, Heph.Poëm.3.5, Aristid.Quint.1.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίοδος
-
12 άνοιγμα
τό1) открывание, раскрывание; вскрытие (конверта и т. п.);άνοιγμα παρένθεσης — раскрытие скобок;
2) открывание, отпирание; раскрытие;3) открытие, начало;του συνεδρίου — открытие съезда;τό άνοιγμα της βουλής — возобновление работы парламента;
άνοιγμα της θερινής περιόδου — начало летнего сезона;
άνοιγμα λογαριασμού — открытие счёта;
4) дыра, отверстие; трещина, щель;расселина;τό άνοιγμα τού σπηλαίου — вход в пещеру;
5) проём; пролёт (моста);6) расширение, более широкая часть (залива, долины и т. п.); 7) цветение, распускание; 8) прорывание, вскрытие (нарыва, раны и т. п.); 9) прокладывание (пути); 10) расширение, увеличение; 11) взлом, проламывание; 12) прояснение (погоды); 13) отплытие, выход в открытое море; 14) недостаток, нехватка, дефицит;§ άνοιγμα της μύτης — кровотечение из носа
-
13 κύκλος
Aκύκλα Il.
, etc., v. infr.11.1, 3,9, 111.1:—ring, circle, ὅπποτέ μιν δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν, of the circle which hunters draw round their game, Od.4.792; κ. δέκα χάλκεοι (concentric) circles of brass on a round shield, Il.11.33, cf. 20.280; but ἀσπίδος κύκλον λέγω the round shield itself, A.Th. 489, cf. 496, 591.2 Adverbial usages, κύκλῳ in a circle or ring, round about,κ. ἁπάντῃ Od.8.278
;κ. πάντῃ X.An.3.1.2
;πανταχῇ D.4.9
;τὸ κ. πέδον Pi.O.10(11).46
;κ. περιάγειν Hdt.4.180
;λίμνη.. ἐργασμένη εὖ κ. Id.2.170
;τρέχειν κ. Ar.Th. 662
;περιέπλεον αὐτοὺς κ. Th.2.84
;οἱ κ. βασιλεῖς X.Cyr.7.2.23
; ἡ κ. περιφορά, κίνησις, Pl.Lg. 747a, Alex. Aphr.in Top.218.3: freq. with περί or words compounded there with, round about,κ. πέριξ A.Pers. 368
, 418;περιστῆναι κ. Hdt.1.43
;βωμὸν κ. περιστῆναι A.Fr. 379
;ἀμφιχανὼν κ. S.Ant. 118
(lyr.);περιστεφῆ κ. Id.El. 895
;περισταδὸν κ. E.Andr. 1137
;κ. περιϊέναι Pl.Phd. 72b
, etc.;τοῦ φλοιοῦ περιαιρεθέντος κ. Thphr.HP4.15.1
; so κ. περὶ αὐτήν round about it, Hdt.1.185;περὶ τὰ δώματα κ. Id.2.62
; also κύκλῳ c. acc., withoutπερί, ἐπιστήσαντες κ. σῆμα Id.4.72
;πάντα τὸν τόπον τοῦτον κ. D.4.4
: c.gen.,κ. τοῦ στρατοπέδου X.Cyr.4.5.5
;τὰ κ. τῆς Ἀττικῆς D.18.96
, cf. PFay. 110.7 (i A.D.), etc.: metaph., around or from all sides, S.Ant. 241, etc.; κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχή all over, Pl.Phdr. 251d; τὰ κ. the circumstances, Arist.Rh. 1367b29, EN 1117b2; ἡ κ. ἀπόδειξις, of arguing in a circle, Id.APo. 72b17, cf. APr. 57b18: with Preps.,ἐν κ. S.Aj. 723
, Ph. 356, E.Ba. 653, Ar.V. 432, etc.;ἅπαντες ἐν κ. Id.Eq. 170
, Pl. 679: c. gen., E.HF 926, Th.3.74;κατὰ κύκλον Emp.17.13
.1 wheel, Il.23.340; in which sense the heterocl. pl. κύκλα is mostly used, 5.722, 18.375; τοὺς λίθους ἀνατιθεῖσι ἐπὶ τὰ κύκλα on the janker, IG12.350.47.3 place of assembly, of theἀγορά, ἱερὸς κ. Il.18.504
;ὁ κ. τοῦ Ζηνὸς τὠγοραίου Schwyzer 701
B6 (Erythrae, v B.C.); ἀγορᾶς κ. (cf. κυκλόεις) E.Or. 919; of the amphitheatre, D.C.72.19.b crowd of people standing round, ring or circle of people,κ. τυραννικός S.Aj. 749
; κύκλα χαλκέων ὅπλων, i.e. of armed men, dub. in Id.Fr.210.9, cf. X. Cyr.7.5.41: abs., E.Andr. 1089, X.An.5.7.2 (both pl.), Diph.55.3.4 vault of the sky,ὁ κ. τοῦ οὐρανοῦ Hdt.1.131
, LXX 1 Es.4.34;πυραυγέα κ. αἰθέρος h.Hom.8.6
, cf. E. Ion 1147;ὁ ἄνω κ. S.Ph. 815
;ἐς βάθος κύκλου Ar.Av. 1715
;νυκτὸς αἰανὴς κ. S.Aj. 672
; γαλαξίας κ. the milky way, Placit.2.7.1, al., Poll.4.159; alsoὁ τοῦ γάλακτος κ. Arist. Mete. 345a25
;πολιοῖο γάλακτος κ. Arat.511
.b μέγιστος κ. great circle, Autol.Sph.2, al.;μ. κ. τῶν ἐν τῇ σφαίρᾳ Archim.Sph.Cyl.1.30
, cf. Gem.5.70; κ. ἰσημερινός, θερινός, etc., Ph.1.27;χειμερινός Gem.5.7
, Cleom.1.2; ἀρκτικός, ἀνταρκτικός, Gem.5.2,9;ὁ κ. ὁ τῶν ζῳδίων Arist. Mete. 343a24
; ὁ ὁρίζων κ. the horizon, Id.Cael. 297b34; παράλληλοι κ., of parallels of latitude, Autol.Sph.1: in pl., the zones, Stoic.2.196.5 orb, disk of the sun and moon,ἡλίου κ. A.Pr.91
, Pers. 504, S.Ant. 416; ; μὴ οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου (sc. τῆς σελήνης) Hdt.6.106: in pl., the heavenly bodies, IG14.2012A9 (Sulp. Max.).6 circle or wall round a city, esp. round Athens,ὁ Ἀθηνέων κ. Hdt.1.98
, cf. Th.2.13, etc.;οὐχὶ τὸν κ. τοῦ Πειραιῶς, οὐδὲ τοῦ ἄστεως D.18.300
.8 in pl., eye-balls, eyes, S.OT 1270, Ph. 1354;ὀμμάτων κ. Id.Ant. 974
(lyr.): rarely in sg., eye,ὁ αἰὲν ὁρῶν κ. Διός Id.OC 704
(lyr.).9 οἱ κ. τοῦ προσώπου cheeks, Hp.Morb.2.50;κύκλα παρειῆς Nonn.D.33.190
, 37.412; but κύκλος μαζοῦ, poet. for μαζός, is f.l. in Tryph.34.11 cycle or collection of legends or poems, ([place name] Crete); esp. of the Epic cycle,ὁ ἐπικὸς κ. Ath. 7.277e
, Procl. ap. Phot.Bibl.p.319 B., cf. Arist.Rh. 1417a15; of the corpus of legends compiled by Dionysius Scytobrachion, Ath.11.481e, cf. Sch. Od.2.120; κ. ἐπιγραμμάτων Suid.s.v. Ἀγαθίας; cf.κυκλικός 11
.III circular motion, orbit of the heavenly bodies,κύκλον ἰέναι Pl.Ti. 38d
;οὐρανὸς.. μιᾷ περιαγωγῇ καὶ κύκλῳ συναναχορεύει τούτοις Arist.Mu. 391b18
; revolution of the seasons,ἐνιαυτοῦ κ. E.Or. 1645
, Ph. 477; τὸν ἐνιαύσιον κ. the yearly cycle, ib. 544;ἑπτὰ.. ἐτῶν κ. Id.Hel. 112
; μυρία κύκλα ζώειν, i.e. years, AP7.575 (Leont.): hence κ. τῶν ἀνθρωπηΐων ἐστὶ πρηγμάτων human affairs revolve in cycles, Hdt.1.207;φασὶ.. κύκλον εἶναι τὰ ἀνθρώπινα πράγματα Arist.Ph. 223b24
, al.;κ. κακῶν D.C.44.29
; κύκλου ἐξέπταν, i.e. from the cycle of rebirths, Orph.Fr. 32c.6.2 circular dance (cf. κύκλιος), χωρεῖτε νῦν ἱερὸν ἀνὰ κ. Ar.Ra. 445
, cf. Simon.148.9, E.Alc. 449 (lyr.).3 in Rhet., a rounded period,περιόδου κύκλος D.H.Comp.19
, cf. 22, 23.b period which begins and ends with the same word, Hermog.Inv.4.8. -
14 ἀπαρτίζω
A make even, σπουδὴ.. οὐκ ἀπαρτίζει πόδα does not allow his feet to move evenly, regularly, A.Th. 374 (Herm. οὐ καταργίζει); produce an even result, Arist.GA 780b10; ἀ. ὥστε σφαιροειδῆ εἶναι make it perfectly spherical, Id.Mete. 340b35; fasten off the ends of a phylactery, PMag.Par.1.2703.II generally, get ready, complete, Plb.31.12.10; finish,λόγον Iamb.in Nic.p.35
P.; dispose of, δίκας Mitteis Chr.l.c., cf. Charito 6.1; educate an apprentice thoroughly, POxy.724.11 (ii A. D.):— [voice] Pass., to be brought to perfection, Arist.Fr. 282; to be completed, be exactly made up,ἀπηρτισμένης < τῆς> πρώτης περιόδου Hp.Morb.4.48
; ἀπαρτίζεται εἰς ἑπτὰ κεφαλάς, of the golden candlestick, J.AJ3.6.7: metaph., end, result in, εἴς τι ib.16.8.2; of multiplication, make, Paul.Al.E.1; complete, perfect,D.H.
Dem.50; στίχος verse coinciding with a sentence, Hdn.Vers.86;πρὸς τὸ τέλος Phld. Mus.p.31
K., cf. Piet.66.2 intr., to be complete,τῆς ὀκταμήνου ἀπαρτιζούσης Hp.Epid.2.3.17
;ἀ. ὁ τόπος καὶ τὸ σῶμα
fit exactly,Arist.
Ph. 205a32;ἀ. πρός τι
square with, suit exactly,Id.
Pol. 1313a7; ἡ ἀπαρτίζουσα ὥρα the fitting season, Id.HA 542a31;τῶν ὀργάνων οὐθὲν ἀπαρτιζόντων Epicur.Nat.11.6
; corresponding precisely to definition,Stoic.
2.128. Adv. ἀπαρτισμένως (sic) Simp. in Ph.949.17; cf. ἀπηρτισμένως.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαρτίζω
-
15 ἀπόθεσις
A laying up in store, ([place name] Cos); εἰς ἀ. γενέσθαι to be stored up, Pl.Lg. 844d;γάλα χρήσιμον εἰς ἀ. Arist.HA 522a26
; ἡ ἀ. τῆς τροφῆς, of bees, 622b26;τὴν ἀ. τῆς θήρας ποιεῖσθαι 623a12
; preserving, of fish, Philum. ap. Aët.9.23.2 the final movement in setting a dislocated or fractured limb, Gal.18(2).332, al., Pall.in Hp.Fract.12.273 C.; f.l. in Hp.Off. 19.4 ἀ. κώλου, περιόδου, close or cadence of a phrase, Demetr.Eloc.19, cf. Sch.Ar.Nu. 176; so in metres, = κατάληξις, Heph.4 tit.III = ἀποδυτήριον, Luc.Hipp.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόθεσις
-
16 взяток
-тка α.το μέλι της μέλισσας μιας εξόδου ή μιας περιόδου, παρσιά, πάρσιμο. -
17 меловой
επ.1. κρητιδικός, με κιμωλία-κρητιδούχος.2. κρητιδοειδής, άσπρος σαν κιμωλία.3. (γεωλ.) της κρητιδικής περιόδου.εκφρ.меловой период – η κρητιδική περίοδος. -
18 προχειρίζω
A make πρόχειρος, deliver up, - κεχειρικέναι τινὰ ἐπὶ τὸ (fort. τῷ)τὴν τιμωρίαν δοῦναι Din.3.14
:—[voice] Pass., mostly in part., taken in hand, undertaken,τὸν προκεχειρις μένον λόγον Pl.Lg. 643a
; .II more freq. in [voice] Med. προχειρίζομαι, [tense] fut.- χειριοῦμαι Ar.Ec. 729
:—make ready for oneself, mobilize, προχειριοῦμαι κἀξετάσω τὴν οὐσίαν Ar.l.c.; δύναμιν, στρατόπεδα, D.4.19, Plb.1.16.2, 3.107.10;ἐσθῆτα Luc.Merc.Cond.14
;τὴν μαλάχην Id.VH2.46
; τὰς ῥήσεις, τοὺς λογισμούς, Plu.2.396c,813d;βιβλίον Gal.6.555
.2 choose, select,δημαγωγούς Isoc.8.122
;τοὺς τὴν πίστιν.. τηρήσοντας OGI339.46
(Sestos, ii B.C.);γραμματέα κοινὸν ἐκ περιόδου Plb.2.43.1
, cf. LXXJo. 3.12, al.;τινὰ ἐπί τι D.25.13
;ἐπί τινι Plu.Caes.58
;πρός τι τοὺς ἐπιτηδείους Plb.3.44.4
; appoint,τινὰ δικτάτορα D.C.54.1
, cf. IG22.1110.14:—[voice] Pass.,-ισθεὶς.. ἀγωνοθέτης OGI268.4
(Nacrasa, iii B.C.), cf. LXXDa.3.22, Plb.3.106.2, D.H.4.27, D.C.58.20;ὑπὸ τοῦ βασιλέως Str.2.3.4
, cf. Wilcken Chr.12.13 (i B.C.);- ισθεὶς θεωρός PCair.Zen. 341
(a).25 (iii B.C.), cf. 42.3 (iii B.C.);ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐπὶ τὴν στρατηγίαν D.S.16.66
, cf. BMus.Inscr. 1044 ([place name] Attaleia), PTeb.27.22 (ii B.C.), etc.b allot, assign, in [voice] Pass.,διὰ τὸ -κεχειρίσθαι αὐτῷ τὴν γῆν PCair.Zen.132.3
(iii B.C.);τὰ Ποπλίῳ -κεχειρισμένα στρατόπεδα Plb. 3.40.14
;τὸν -κεχειρισμένον ὑμῖν Χριστὸν Ἰησοῦν Act.Ap.3.20
.4 c. inf., determine to do, Plb.3.40.2: c. acc. et inf., decide,τῆς πόλεως -κεχειρισμένης τὸν ἀγῶνα.. στεφανίτην εἶναι SIG457.14
(Thespiae, iii B.C.).5 discuss or examine,τὰς ἄλλας κατηγορίας Arist.Cat. 10b19
;τὰς πάντων δόξας Id.Top. 105a35
; alsoπ. περί τινος Id.Cael. 271b25
, cf. Ph. 200b23; περὶ ἕκαστον γένος (v.l. ἑκάστου γένους) Id.Mete. 378b6.6 ἐπὶ πραδείγματος π. propose by way of example, Id.Pr. 953a33:— [voice] Pass., Id.Cat. 2a36;ὁ περὶ τῶν -χειρισθέντων λόγος Phld.D.3.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προχειρίζω
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
νεφρίτης της Κίνας — Παραλλαγή του ορυκτού ιαδείτη, που είναι πυριτικό άλας του νατρίου και του αργιλίου. Βρίσκεται σε μορφή κροκαλών (αποστρογγυλωμένα χαλίκια), μαζί με μεταμορφωμένα πετρώματα. Ο ν. της Κ. είναι ινώδης και, χάρη στις ωραίες του αποχρώσεις και στην… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… … Dictionary of Greek
Ερρίκος της Γάνδης — (Henri de Gent, Γάνδη, ; – Τουρνέ 1293). Φιλόσοφος και θεολόγος. Αρχικά διετέλεσε λαϊκός (δηλαδή κοσμικός) δάσκαλος των τεχνών και αργότερα έγινε καθηγητής της θεολογίας στο Παρίσι από το 1276 έως τον θάνατό του. Ο Ε. της Γ. υπήρξε σημαντική… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek